- κεραυνοφόρος
- -ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)μσν.αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικάαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόροςτίτλος ιερέα στη Σελεύκεια τής Πιερίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.